- ψιμυθίου
- ψιμύθιονwhite leadneut gen sgψιμυθιόωpaint with white leadpres imperat act 2nd sgψιμυθιόωpaint with white leadimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατατριβή — η (Α κατατριβή) [κατατρίβω] καταπόνηση, εξάντληση, φθορά δυνάμεων με την πάροδο τού χρόνου αρχ. 1. τοποθέτηση ψιμυθίου στο πρόσωπο, ψιμυθίωση, βάψιμο προσώπου 2. σπατάλη, ασωτεία … Dictionary of Greek
περίπλασμα — άσματος, το, ΝΜΑ [περιπλάσσω] νεοελλ. βιολ. λεπτό περιφερειακό στρώμα τού κυτταροπλάσματος τού αβγού τών εντόμων που διακρίνεται από το κεντρικό ωόπλασμα μσν. αλοιφή, επίχρισμα («τὸ ἐκ ψιμυθίου περίπλασμα», Ευστ.) αρχ. μτφ. το ανθρώπινο σώμα («μὴ … Dictionary of Greek
χρωματοποιία — η, ΝΑ νεοελλ. βιομηχανία παραγωγής χρωστικών υλών αρχ. 1. η παρασκευή χρώματος ή ψιμυθίου 2. χρωματισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρῶμα, ατος + ποιία (< ποιός*), πρβλ. σχηματο ποιία] … Dictionary of Greek